- ρυμοτομώ
- -ησα, -ήθηκα, -ημένος, σχεδιάζω, χαράζω τους δρόμους και τις πλατείες μιας πόλης: Η Αθήνα δεν έχει ρυμοτομηθεί σωστά· ουσ. ρυμοτομία, η χάραξη, διάνοιξη δρόμων: Ελάχιστες από τις παλιές πόλεις έχουν καλή ρυμοτομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.